Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2008

ΜΥΛΩΝΑΚΗ ΜΑΡΙΑ

Δωμάτιο με θέα ή οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι νεκροί με τους πεθαμένους.


Βάζω το ξυπνητήρι μου πρωί- πρωί, με την ελπίδα να με ξυπνήσει κάποτε, πράγμα που σημαίνει ότι οι εφιάλτες μου επιτέλους θα με έχουν ξεχάσει. Περιμένοντας να φωτίσει το παγερό δωμάτιο, δροσίζω τις πατούσες μου στον τοίχο. Το καλοκαίρι δεν έφυγε φέτος για’ μένα. Ακόμα και στον παγετό τα πόδια μου αρνήθηκαν οποιουδήποτε τύπου υπόδημα. Μέσα σ’ αυτό το θλιβερό δωμάτιο που συλλέγω ακόμα και την πιο άχρηστη σκέψη και ανασύρω ακόμα και την πιο άχρηστη ανάμνηση, αφήνω τις πνοές μου να χτυπούν στον τοίχο και να επιστρέφουν ξεψυχισμένες στις ξεχαρβαλωμένες σούστες του κρεβατιού, που κρέμονται κι εκείνες με παράπονο όπως κι εγώ, για όλη τη θλίψη του κόσμου που πέρασε από πάνω τους και όχι μόνο για τη δική μου. Ίσως κάποτε, πεταγμένες σε μια χωματερή να έχουν κι εκείνες το δικό τους μερίδιο στην ιστορία μου και να διηγούνται σε ανοιχτά στόματα με πομπώδες ύφος τα όσα είδαν και άκουσαν.

Σχέδια δεν κάνω. Άλλωστε εδώ μέσα δε μου χρειάζονται πια. Μα ούτε κι εκεί που ήμουν πρωτύτερα έκανα. Ούτε κι εκεί. Το μόνο που απομένει είναι το παρελθόν, όγκος αμετακίνητος και αμετάβλητος, όσες φορές και να γυρίσεις πίσω να το κοιτάξεις. Αναπολείς, ενθυμείσαι,

απαξιώνεις και αποθεώνεις. Κρίνεις, επικρίνεις και κατακρίνεις, όχι αυτά που έκανες αλλά αυτά που σου έτυχαν.

Τα πρωινά, με βρίσκουν λοιπόν με τα πόδια στον τοίχο και με το στόμα ανοιχτό και ξερό. Ανοίγω τα ρημάδια μου στο πρώτο φως και προσπαθώ να το βουλώσω. Κάνω πέρα τα σκεπάσματά μου και περπατάω ως το παράθυρο ξυπόλυτη. Ποιος θα μου πει εδώ να βάλω παντόφλες μην τυχόν και κρυώσω; Όλες οι σκέψεις των άλλων αιωρούνται γύρω μου μέσα σε ένα πλέγμα σιωπηρής ανοχής και δήθεν κατανόησης. Ξέρω πως όλοι σκέφτηκαν να μου το επισημάνουν κάποια στιγμή μα κανένας δεν τόλμησε και με αφήνουν στην ησυχία μου, ευτυχώς για κείνους. θα ήταν πραγματικά θλιβερό να συνέβαινε το αντίθετο, να τολμούσαν. Άλλωστε τα λοιπά καθήκοντα και τις υποχρεώσεις μου τα εκτελώ κανονικά και με το νόμο.

Από αυτό το θλιβερό δωμάτιο δραπετεύω μόνο με τη σκέψη, αφού αρνούμαι κοινωνικές σχέσεις κι επαφές και ο μοναδικός πιστός σύντροφός μου είναι ο καλόγερός μου, απ’ όπου κρέμεται το φαρμάκι που ποτίζει το αίμα μου. Δε με γιατρεύει, μα με παρηγορεί στον πόνο μου

λες και είναι ο αδερφός μου, που όταν ήμουνα μικρή και κατασκοτωνόμουνα στα χαλίκια μου κανε τάχα μου πως έβαζε το χέρι του κι ένα περίεργο πράγμα κι ο πόνος κι όλα πέρναγαν με μιας. Κι ας με κορόιδευαν όλοι στο σόι κι εμένα κι αυτόν.

Γιατί με κουβάλησαν εδώ, ακόμα δεν έχω καταλάβει. Είμαι ένα ήδη έτοιμο πτώμα. Κανονικά όπως το λέω και στην Ιουλία, εγώ τώρα έπρεπε να είμαι στη ρεσεψιόν του νεκροτομείου και να πίνω τον καφέ της παρηγοριάς. Σε άνθρωπο δεν έκανα κακό. Διάλεγα πάντα το δρόμο της

μοναξιάς και της σιωπής. Η μόνη μου λαχτάρα ήταν να σταματήσω το χρόνο για τους άλλους και να ζήσω μόνη μου. Να υπήρχε μια φορά ο χρόνος για μένα μόνο και να ζήσω από κει και πέρα. Έκανα πάντα τη δουλειά μου απαρατήρητη, προσπαθώντας να μην κουράζω κανέναν, προσπαθώντας να μη βρεθώ ποτέ στο έλεος κανενός, ως προσφορά της παραμικρής βοήθειας προς εμένα.

Αντίθετα με τη διπλανή μου, που δεν πιστεύει πως της συνέβη κάτι τέτοιο, εγώ το μόνο που δε δέχομαι είναι το ότι με κουβάλησαν εδώ μέσα στα τελευταία μου. Όλη τη μέρα κλαίει τα βάσανα της με αναφιλητά και το βράδυ προσεύχεται στο θεό να μην είναι το τελευταίο της.

Όταν κατεβαίνω από το κρεβάτι απολαμβάνω την επαφή των ποδιών μου με τα παγωμένα μάρμαρα. Είναι γεμάτα φουσκάλες και πύων, πρησμένα λες και πέρασε όλο το μελίσσι της Αττικής από τα πόδια μου πριν παραδώσει το προϊόν του στη βιομηχανία.

Οι συγγενείς και οι λοιποί παρατρεχάμενοι, μου εξασφάλισαν δωμάτιο με θέα στη θάλασσα, ως εκπλήρωση τελευταίας επιθυμίας λίγο πριν υπογράψω τα συμβόλαια και τις διαθήκες. Σκέτη απάτη αυτό το δωμάτιο με θέα. Το μόνο ιώδιο που μπορώ να μυρίσω εδώ μέσα είναι μια ανεπαίσθητη οσμή του μαζί με έντονη δυσωδία που αναδύεται από τα κατακρεουργημένα πόδια μου.

Κάθε βράδυ αργά έρχονται τα παιδιά μου να με δουν. Την ώρα που τα επισκεπτήρια έχουν τελειώσει και στους θαλάμους επικρατεί ηρεμία νεκροτομείου. Όλο και κάποιο μέσον θα’ χει βρει ο γιος μου για να τρυπώνει τέτοια ώρα με το πάσο του και να μιλάει και βροντερά. Λίγο πριν έρθουν το μυρίζομαι και παριστάνω τη χαρωπή μελλοθάνατη που έφαγε τα ψωμιά της, χάρηκε τη ζωή της και είναι έτοιμη να επισφραγίσει την πορεία της με το προδιαγεγραμμένο από τη μοίρα φινάλε. Παστώνω τα μούτρα μου με τις πούδρες της =λεημοσύνης μιας νοσοκόμας εκπαιδευόμενης και το στόμα μου με χίλια δυο ψέματα για να μην τους πιστώσω με τις έγνοιες μου κι εγώ. Κι εκείνοι δε μιλούν σχεδόν καθόλου, μόνο κουνάνε τα κεφάλια τους με κατανόηση και υπομονή.

Μόλις φεύγουν από το δωμάτιο, μπαίνω στο μπάνιο. Η κοιλιά μου με τσακίζει από τον πόνο στα δυο και ένα κλάμα γοερό ξερνάω από το λαιμό μου. Βαψίματα, πουδραρίσματα και ασβεστώματα δεν αντέχουν εδώ για πολύ. Έχει πολύ κλάμα το αληθινό μελό.

Στέκομαι σα μούμια έξω από την πόρτα του μπάνιου και η Ιουλία με πλησιάζει και με αγκαλιάζει για μοναδική φορά χωρίς να κλαίει καθόλου. Μόνο με χαϊδεύει στην πλάτη σα μωρό παιδί· «καλό να σου κάμει». Λες κι έφαγα το βρωμερότερο πατσά του κόσμου για να περάσει η μέθη της υποκρισίας. «Μπορείς να έρθεις μαζί μου στον ψυχολόγο, χωρίς να μιλάς, απλά να ακούς». Αυτά, της τα βάζει στο μυαλό αυτός ο σιχαμένος χοντρούλης με τα άσπρα μαλλιά, αραιά στο μέτωπο, που πιότερο μοιάζει σε κακέκτυπο Αϊ Βασίλη, παρά με το σοβαρό, παντογνώστη άνθρωπο που μας παριστάνει πως είναι. Αγριοκοιτάζω την Ιουλία παρότι έχω περάσει πάλι των παθών μου τον τάραχο. Εκείνη με ελαφρώς ανασηκωμένο το κεφάλι και με αίσθημα περιφρονητικό, σαν άτομο πανεπιστημιακής εκπαίδευσης σε χειριστή απορριμματοφόρου, απομακρύνεται περιφρονητικά. Δεν κρατάει για πολύ το επίπεδό της και με συνοφρυωμένο ύφος και γλώσσα λιμενεργάτου επιτίθεται επιτέλους καθώς πρέπει:

-Καλά δε σου πιάσαμε και τον κώλο!!!

- Πώς μιλάς έτσι στην ηλικία σου Ιουλία; Ντροπής πράγματα! Για φαντάσου να περάσει από δω το ερωτεύσιμο μπογαλάκι σου, που το’ χεις και σ’ έχει σε μεγάλη υπόληψη, να σε πετύχει εν ώρα ανοίγματος του οχετού σου, να εκσφενδονίζεις σε μια μελλοθάνατη τέτοιου επιπέδου και χειρίστου είδους λεκτικά όργια!

-Καλέ!!!

Μένει ξερή η Ιουλία, γωνία άναυδης και άφωνης.

-Που τα έμαθες εσύ όλα αυτά τα γλωσσικά παιχνιδίσματα; Η ηρωίδα σου στο Άρλεκιν έχει αναλαμπές και τα αποστηθίζεις για να μου πουλήσεις πνεύμα;

-Πρόσεχε Ιουλία πώς μιλάς γιατί ξέρεις πόσο γρήγορα πέφτει το επίπεδό μου από τα ψηλά στα χαμηλά και σου εκσφενδονίζω τώρα δα το καινούριο μου μαξιλάρι. Και μην ξεχνάς σήμερα μου το άλλαξαν μετά τη χτεσινή αιμοπτυσία και είναι βαρύ και σκληρό, όχι σαν το δικό σου το ζελεδάκι!

-Μμμμ! Φοβηθήκαμε! Δε θα τολμήσεις! Η συνένοχός σου είναι έξω με αφτιά και μάτια κολλημένα εδώ. Δε θα την απογοήτευες. Όντως. Ήταν έξω και κρυφάκουγε.

Η εκπαιδευόμενή μου είναι σαν το φύλακα άγγελό μου. Όταν είχε έρθει πρώτη φορά της είχα δώσει να δοκιμάσει την πιο σκληρή και απάνθρωπη εκδοχή συμπεριφοράς. Κάθε μισή ώρα ερχόταν και μας ρωτούσε αν χρειαζόμαστε κάτι και αν όλα είναι καλά. Δεν απαντούσα τίποτα. Η

Ιουλία επειδή με φοβόταν γρήγορα έδινε μια μονολεκτική απάντηση ίσα για να τη διώξει. Μια από τις νύχτες που με είχα επισκεφτεί τα παιδιά μου και είχα μόλις βγει από την τουαλέτα σε κατάσταση αποσύνθεσης εν ζωή, έκανε το πρώτο της νυχτερινό και μπήκε στο δωμάτιο για βοήθεια. Έκανε πάλι την κλασική της ερώτηση. Κι εγώ σε μια έξαρση αγανάκτησης:

-Πώς να είναι κοπέλα μου όλα καλά σε ένα θάλαμο που περιμένουν δύο γυναίκες από στιγμή σε στιγμή να τα τινάξουν; Και συν τοις άλλοις έχουν και τις δικές σου ανόητες ερωτήσεις κάθε τρεις και λίγο.

Η μικρά έμπηξε τα κλάματα γοερά. Τι πρωτότυπο μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο! Η Ιουλία μου έκανε ένα νεύμα με τα μάτια της κι αυτή τη φορά δεν τόλμησα να της φέρω την παραμικρή αντίρρηση. Πήγα κοντά στη μικρή και της χάιδεψα απαλά το σβέρκο. Την αγκάλιασα και την κανάκεψα σα μικρό που έχει κάνει ένα τρομερό λάθος ή έχει ανακαλύψει κάτι τραγικό. Η Ιουλία ήταν κατασυγκινημένη και ήταν μια από τις λίγες φορές που δεν έκλαιγε.

Ξέρω πως απ’ όλα τα άτομα με επισκέπτονται από λύπηση και έπειτα κάνουν μια βδομάδα να συνέλθουν. Μόνο η νύφη μου με πονάει. Δε γνώρισε ποτέ τη μάνα της. Πέθανε μόλις την έβγαλε από την κοιλιά της, χωρίς να προλάβει ούτε μια φορά να γευτεί τη μητρική αγκαλιά. Μου την έφερε ο γιος μου μπέμπα, που πριν καλά- καλά με δει χώθηκε στην αγκαλιά μου. Όταν έρχεται μου φέρνει πάντα μανουσάκια, ενώ ο γιος μου με το αυστηρό βλέμμα που την κοιτάει κάθε φορά, καταλαβαίνω πως της έχει κάνει ολόκληρο κήρυγμα πως τα μανουσάκια δεν είναι καθωσπρέπει λουλούδια. Εκείνη μόνο ξέρει πόσο πολύ τα αγαπώ. Μου τα έφερνε ο άντρας μου με τόση αγάπη…Μακάρι μια μέρα να της έδινε κι ο γιος μου με τόση αγάπη λουλούδια κι ας ήταν και

μανουσάκια που δεν είναι και τόσο καθωσπρέπει.

Η εκπαιδευόμενή μου, μου έχει φέρει και ένα ζευγάρι αντρικές παντόφλες, μεγάλες για πόδι γίγαντα, να τις φοράω κάθε φορά που έρχεται το Ρηνιώ μου, μη βλέπει τα ποδάρια μου και σκιάζεται και μπαίνει στην έγνοια μου πιότερο απ’ ότι είναι τώρα. Ένας θεός μόνο ξέρει πόσο πονάω πίσω από τα σφιγμένα μου δόντια όταν φοράω αυτές τις παλιοπαντόφλες που να’ χει ανάθεμα αυτός που ανακάλυψε τα πατούμενα. Καμιά φορά συλλογιέμαι αυτό τον καμένο τον άντρα μου, που του’ παιρνα τα’ αυτιά με το βάλε και βάλε τις παντόφλες σου. Μα τα λούζομαι τώρα κι έμαθα από πρώτο χέρι τι βάσανο είναι και πως πραγματικά είναι ελεύθερος άνθρωπος, ο άνθρωπος που είναι ξυπόλυτος.

Την εκπαιδευόμενή μου, τη λένε Μαρία. Της δήλωσα ότι είναι η δική μου εκπαιδευόμενη κι εγώ είμαι το υποκείμενό της προς μελέτη και ότι φιλοδοξώ να την κάνω την πιο δυνατή από όλες της σειράς της και να είμαι η πρώτη που θα βγάλει από δω οριζοντιωμένη. Την όρκισα, όταν θα έρθει η μέρα εκείνη να μην κλάψει, για να συνηθίζει στη δουλειά που διάλεξε γιατί πρέπει να ξεπροβοδίζει τους ψοφισμένους με αγάπη και όχι με λύπηση.

Τόλμησε να με ρωτήσει ευθέως για το γνωστό θέμα με τον ψυχολόγο και εγώ τόλμησα να απαντήσω ευθέως και χωρίς περιστροφές σ’ εκείνη και στον εαυτό μου, πως δε χρειάζεται να αρχίσω να διορθώνω μια ολόκληρη ζωή μέσα σε τόσο λίγο χρόνο που μου χει μείνει. Προτιμώ να φύγω απλά και όχι περίπλοκα. Δε θέλω να το πάρω πιο ελαφριά. Γιατί να πάρω πιο ελαφριά τον ίδιο μου το θάνατο; Εδώ δεν μπόρεσα να πάρω ελαφριά τόσα και τόσα λιγότερο βαρέα που πέρασα. Θέλω να το ζήσω σε όλο του το μεγαλείο της άρνησης και της άμυνας. έλω να το απολαύσω σαν τελευταίο τσιγάρο προτού πατήσω γερά τα γκάζια μου με φόρα για να πηδήξω στην άλλη μεριά.

Καμιά φορά όταν έρχεται το φαγητό μελαγχολώ ελαφρώς και πετάγομαι από το κρεβάτι για να επισκεφτώ τη θέα που τώρα πια την κοιτάζω κι αυτή βαριεστημένα, σαν ένα πίνακα που τον έχεις και κρέμεται στο σαλόνι 30 χρόνια και βαριέσαι πια να του δίνεις σημασία(ούτε καν θαυμασμό). ναλογίζομαι σε τι κατάσταση να βρίσκονται τα μαχαιροπίρουνα και τα σερβίτσια μου, δώρα όλα από το γάμο μας με τον Αριστείδη μου, που τα φύλαγα ως κόρη οφθαλμού. Μνημεία μόνο δικά

μου, για μένα, τώρα πια χωρίς εμένα που ίσως και να τα χει βρει κι αυτά το χώμα όπως θα βρει σε λίγο την κυρά τους. Ποιος να συγκινηθεί από τα ροζ πιάτα με τα λουλουδάκια που στόλιζαν τριγύρω τις μπριζολίτσες που ξεκοκαλίζαμε με τον Αριστείδη μου τα κυριακάτικα μεσημέρια, καθώς τα πόδια μου αναζητούσαν τα δικά του τρυφερά κάτω από τα τραπέζι

μας…

Σοβαρή είμαι εκεί μέσα μόνο με τον κύριο που φοράει την άσπρη ρόμπα, κι έχει κρεμασμένο στο πέτο το άσπρο καρτελάκι με τους τίτλους του, που το παρασέρνει από δω κι από κει ο αέρας κατά το γρήγορο βάδισμά του. Όταν τον μυρίζομαι κι αυτόν, γυρίζω στην Ιουλία:

-Τι λες; Πάμε για μια τζενεράλε;

Απαξιωτικά, κοφτά κι επιτιμητικά χοντραίνω τη φωνή και τους τρόπους μου:

-Ώρα θανάτου: 12:56.

Δεν κάνω ερωτήσεις. Τρέμω τις απαντήσεις. Κοιτάζει τα φαρμάκια που στάζουν στο αίμα μου, ακουμπάει τα πόδια μου με διάφανα γάντια μιας χρήσης, που από μέσα η χρυσή βέρα καταμαρτυρά βίο έγγαμο κι έπειτα με ψαχουλεύει σαν αστυνομικός της δίωξης που ψάχνει πρεζόνια για ναρκωτικά. Η Ιουλία λέει πως είναι ο τελευταίος και ψυχρότερος εραστής μας κι εγώ αναρωτιέμαι γεμάτη κακία αν θα ψαχούλευε με τον ίδιο τρόπο τη γυναίκα του σε περίπτωση που βρισκόταν στη θέση μου.

Η Μαρία λέει πως είναι ο καλύτερος στην ειδικότητά του, με πτυχία, διεθνώς αναγνωρισμένος και άλλα τέτοια φούμαρα. Αν ήταν αυθεντία δε θα είχα τώρα θέα τη θάλασσα μα θα την είχα να σκάει στα πόδια μου. Και θα’ χα και την Ιουλία να μυξοκλαίει, μονάχα όμως για τα αντηλιακά και τα βρώμικα νερά. Τώρα κλαίει πάνω από τα κεντητά της όλη μέρα κι ακόμα περισσότερο όταν έρχεται αυτός ο σιχαμένος ο άντρας της, που ρωτάει έξω τις νοσοκόμες πόσο καιρός της έμεινε ακόμα, συνωμοτικά και σιγά, δήθεν τάχα μου για να μην ακούσει η Ιουλία, μα εκείνη στέκεται πίσω από την πόρτα και ακούει τα πάντα. Οι κοπέλες έχουν καταλάβει και τον αποκαρδιώνουν λέγοντάς του ότι όλα θα πάνε καλά. Μα αυτός δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο. Μπαίνει κατσουφιασμένος στο δωμάτιο, περίλυπος και αξιοδάκρυτος εξηγώντας της πόσος κόσμος έχει χτυπηθεί από αυτή τη μάστιγα και πως θα πρέπει χριστιανικά να το πιουν κι αυτό το πικρό ποτήριον. Η Ιουλία η έρμη θα σκέφτεται τώρα πως κάποια άλλη χαίρεται τα σερβίτσια της και το τραπέζι της μ’ αυτόν τον χαμένο τον άντρα της. Ήθελα να ξερά τι λέει γι’ αυτά ο ψυχαρωγός της. Καμένη Ιουλία…

Εμένα ο Αριστείδης μου αν ζούσε, θα με είχε πάρει από δω μέσα και μαζί θα είχαμε δραπετεύσει σε μέρος μακρινό που πάντα επιθυμούσα και η επιθυμία μου αυτή ήταν και το όνειρό του. Τέτοιο άντρα σπάνιο είχα. Όνειρό του ήταν οι επιθυμίες μου. Ζούσε για να με κάνει πάντα

ευτυχισμένη, που άνθρωπο άλλο να μη χρειάζομαι. Κι αφού εκείνος έφυγε, αποφάσισα έπειτα να μη χρειάζομαι κανένα. Τα παιδιά, τις φίλες, τους φίλους, τη γειτονιά και τον κόσμο, τους ξέγραψα όλους. Δε ζούσα παρά μόνο για να βλέπω κάθε πρωί τη σταγόνα του ιδρώτα να κυλάει στο μέτωπό του καθώς κοιμόταν. Και δε ζούσα παρά για να μυρίζω όση μυρωδιά είχε απομείνει πάνω στα ρούχα του, που του τα κράτησα μέχρι τη στιγμή που έφυγα από το σπίτι τακτοποιημένα και φυλαγμένα στην ντουλάπα του. «Να με θάψετε κοντά του. Τα υπόλοιπα δε με αφορούν» Αυτή ήταν η διαθήκη και η τελευταία μου επιθυμία.

Τις μέρες που δεν είμαι καλά και απαγορεύω στην Ιουλία και στην εκπαιδευόμενή μου να μου μιλούν, κάθομαι με σταυρωμένα τα πόδια στην καρέκλα, βάζω στην άκρη της μύτης τα γυαλιά και κάνω σοβαρά σοβαρά πως λύνω δύσκολα σταυρόλεξα. Κάτι παλιά, ξεθωριασμένα που πουλάνε στο κυλικείο. Βουτάω στο παρελθόν κι αντί να βάζω γράμματα στα κουτάκια, ζωγραφίζω ασυναίσθητα καρδούλες με βέλη στα περιθώρια κι ύστερα με ντροπή τιμωρώ τον εαυτό μου λεκτικά, ενδόμυχα και τις μουντζουρώνω βιαστικά μην πέσει πάνω τους κανένα μάτι στην

ηλικία που είμαι και ρεζιλευτώ. Μου περισσεύει το ρεζιλίκι εδώ μέσα στο χάλι που είμαι, ώρα μία, να γίνω και περίγελος στα ύστερά μου.

Κάποτε μπορούσα να απαντάω στα περισσότερα γιατί. Κάποτε μπορούσα να μην έχω καθόλου ανάγκη το θεό. Να μην του απευθύνω ποτέ το λόγο. Κάποτε θύμωνα και οργιζόμουνα πολύ με τον

κόσμο. Τώρα αυτό τον κόσμο τον χάνω. Κάποιος μου τραβάει το χαλί κάτω απ’ τα πόδια μου. Βουλιάζω. Ίσως να είναι και ο θεός…ποιος ξέρει. Τώρα δεν αναρωτιέμαι πια για τίποτα γιατί δεν έχω απαντήσεις για τίποτα απ’ όσα με βασανίζουν. Απλά περιμένω. Όπως οι άλλοι περιμένουν να αδειάσει κρεβάτι για έναν ακόμα μελλοθάνατο.

Ο γιος μου και η νυφούλα μου η Ρηνιώ ήρθαν πάλι σήμερα, μα μου είπαν ότι δεν πρόκειται να ξανάρθουν. Ο γιος μου έχει ακόμα το πόδι του χτυπημένο φριχτά από το ατύχημα και η Ρηνιώ μου…δεν της ξαναβγήκαν ποτέ τα μαλλιά από τότε που κάηκαν μέσα στο αμάξι. Έφευγαν απλώνοντας μου το χέρι για να με πάρουν μαζί. Η φωνή της Μαρίας ακουγόταν να χάνεται…σα να πήγαινε στην αντίθετη κατεύθυνση από μένα.

-Κυρία Ιουλία!!! Κουράγιο! Μάλλον φεύγει.. βλέπει λέει το γιο της και τη νύφη της

πάλι…την τραβάνε κοντά τους…τη χάνουμε!! Γιατρέ γρήγορα!!!!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου